- νεαίρετος
- νε-αίρετος, ον,A newly taken,
θήρ A.Ag.1063
; πόλις ib.1065;βούβαλις Id.Fr.330
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θήρ A.Ag.1063
; πόλις ib.1065;βούβαλις Id.Fr.330
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νεαίρετος — νεαίρετος, ον (Α) αυτός που κυριεύθηκε μόλις πριν από λίγο ή αυτός που συνελήφθη πρόσφατα («πόλιν νεαίρετον», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + αιρετος (< αἱρῶ «κυριεύω»)] … Dictionary of Greek
νεαίρετον — νεαίρετος newly taken masc/fem acc sg νεαίρετος newly taken neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεαιρέτου — νεαίρετος newly taken masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek